ομηγυρίζομαι

ομηγυρίζομαι
ὁμηγυρίζομαι (Α) [ομήγυρις]
συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμηγυρίζονται — ὁμηγυρίζομαι assemble pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγυρίσασθαι — ὁμηγυρίζομαι assemble aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”